Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ
Ὁ προικισμένος μὲ ἐγκράτεια καὶ ἀρετή, ἐργατικότητα καὶ φιλοκαλία, φιλοξενία, φιλανθρωπία καὶ εὐσπλαγχνία, μὲ προφητικὴ ἱκανότητα καὶ γνώση τῶν ἐνεστώτων, μὲ ἀσκητικότητα καὶ ταπεινοφροσύνη Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Στειριώτης (896-953), ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τῆς ὁμώνυμης βυζαντινῆς Μονῆς στὸ Στείριο Βοιωτίας, 32 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Λιβαδειά (μέσω Διστόμου πρὸς Ἀράχωβα). Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς σπουδαίους ἀναμορφωτὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὸν 10ον αἰώνα (Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Νίκων ὁ Μετανοεῖτε, Μελέτιος ὁ νέος, Κλήμης τοῦ Σαγματᾶ, καὶ ἄλλοι). Ἔχοντας παιδιόθεν κλήση πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Λουκᾶς ἀπὸ 14 ἐτῶν ἄφησε τοὺς γονεῖς του, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγινα, καὶ κατέφυγε σὲ ἀπομονωμένους τόπους γιὰ νὰ ζήσει ἤρεμη πνευματική ζωή. Διαδοχικά· στὰ Γιαννημάκια ἕως τὸ 917, στὸ Ζεμενὸ Κορινθίας καὶ στὴν Πάτρα (917-927), πάλι στὰ Γιαννημάκια (ἢ Γιαννιμάτζι, 927-932), στὸ Καλάμιο (939-942), στὸ Ἀμπελάκι ὄρους Ζάλτσας (942-945) καὶ ἀπὸ τὸ 945 ὥς τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του (953) στὸ μέρος ὅπου ἵδρυσε τὴν Μονή.
Κατὰ τὸν Εὐστράτιο Γ. Στίκα, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς μετὰ τὸ 14ο ἔτος ἐκάρη μοναχὸς στὴν Μονὴ τῆς Παντανάσσης Ἀθηνῶν -δηλαδὴ τὸ Μοναστηράκι- τὸ 910· ὑπακούοντας σὲ παράκληση τῆς μητέρας του καὶ ἐντολὴ τοῦ ἡγουμένου ἐπέστρεψε στὴν οἰκογένειά του και ἀφοῦ ἔπεισε τὴν μητέρα του, πῆγε καὶ ἔζησε στὸ ὄρος Ἰωαννίτζη Φωκίδος (910-917), ὕστερα κοντὰ σὲ στυλίτη στὸ Ζεμενὸ Κορινθίας (917-927), καὶ πάλι στὸ Ἰωαννίτζη (927-939), κατόπιν στὸ Καλάμιο δυτικὰ τῆς Ἀντικύρας στὸν Κορινθιακὸ κόλπο (939-942), μετὰ στὸ νησάκι Ἀμπελώνα (942-945) καὶ τέλος ἀπὸ τὸ 945 ὥς τὴν κοίμησή του (953) στὸ Στείριο.
Ἔχοντας μόνιμο συνοδὸ τὴν φήμη του ὡς αὐστηροῦ καὶ ἁγίου μοναχοῦ, προσείλκυσε ἐνωρὶς ὄχι μόνον ἄλλους ἀσκητές, ἀλλὰ και ἁπλοὺς χριστιανούς, ὅπως καὶ ἐπιφανεῖς ἀξιωματούχους, σὰν τὸν διοικητὴ τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, τὸν πρωτοσπαθάριο Κρηνίτη Ἀροτρᾶ, μὲ τὸν ὁποῖον συνδέθηκε μὲ θερμὴ καὶ στενὴ φιλία καὶ ὁ ὁποῖος βοήθησε στὴν ἀνέργεση τοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ τῶν πρώτων κελλιῶν τῆς Μονῆς. Ἡ βοήθεια συνεχίσθηκε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, ὅταν ἐπαληθεύτηκε ἡ πρόβλεψή του γιὰ ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς (961), ὁπότε ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς Β´ Φωκᾶς προίκισε τὴν Μονή, μὲ πλούσιες δωρεὲς καὶ βασιλικὲς χορηγίες.
Ἡ καθηγήτρια τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων Νανὼ Χατζηδάκη, ἀποδίδει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ τὴν ἀνέργεση τοῦ νέου καθολικοῦ, στὸν ἡγούμενο Φιλόθεο, πρόσωπο ἄγνωστο ἀπὸ ἄλλες πηγές, πλὴν τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὅμως σὲ παραστάσεις τοῦ καθολικοῦ καὶ τῆς κρύπτης καὶ στὴν τοιχογραφία στὸ βορειανατολικὸ ταφικὸ παρεκκλήσι, ὅπου ἀφιερωτὴς μοναχὸς προσφέρει τὸ ὁμοίωμα τῆς ἐκκλησίας τοῦ καθολικοῦ στὸν Ὅσιο Λουκᾶ. Ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Φιλόθεος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ μεγάλη καὶ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. (Νανὼ Χατζηδάκη: Ὅσιος Λουκᾶς, Μέλισσα, Ἀθήνα, 1996, σελ. 96).
Ὅπως νὰ ἔχῃ ἡ ἀλήθεια, γεγονὸς εἶναι ὅτι ἕνα τέτοιου μεγέθους καὶ τέτοιας ἐκτάσεως ἔργο γιὰ νὰ ἔρθει σὲ πέρας ἀπήτησε τὴν συμβολὴ περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς ἡγουμένων καὶ πολιτικῶν ἀξιωματούχων καὶ ἀσφαλῶς αὐτοκρατορικὲς χορηγίες καὶ τὴν συμπαράσταση τῶν χριστιανῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Ἔτσι κατέστη δυνατὴ ἡ ὁλοκλήρωση τῶν κτισμάτων τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος, ποὺ καὶ σήμερα προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ εἰδικῶν καὶ μή.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ διώροφα καὶ τριώροφα κελλιὰ καὶ βοηθητικοὺς χώρους στὶς τέσσερις πλευρές, τὴν τράπεζα, τὸν πύργο τοῦ κωδωνοστασίου καὶ τοὺς δύο ναοὺς μὲ τὴν κρύπτη ποὺ καταλαμβάνουν τὸ κέντρο τοῦ χώρου τοῦ ἀκανόνιστου, λόγω κατωφέρειας τοῦ ἐδάφους, πενταπλεύρου τῆς Μονῆς. Ὅλα αὐτά, βέβαια, ἔγιναν σταδιακά. Ἄρχισαν ἀπὸ τὸ ταπεινὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, τὰ ἄλλα ποὺ προστέθηκαν γιὰ νὰ στεγασθοῦν οἱ συνασκητές του καὶ τὸν μικρὸ πρῶτο ναΐσκο γιὰ τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τους. Ἀκολούθησε ὁ μεγάλος ναός, ἀφιερώμενος στὴν Παναγία, καὶ τὸ 1011 ὁ ἡγούμενος Φιλόθεος καὶ οἱ μοναχοὶ Γαβριήλ, Γρηγόριος καὶ Πέτρος ἀνήγειραν τὸν μεγαλύτερο ναὸ-καθολικό, ποὺ τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Ὅσιο Λουκᾶ, καὶ τοποθέτησαν τὰ λείψανά του. Ἀργότερα συμπληρώθηκαν μὲ τὰ προσκτίσματα: βορδοναρεῖον (στάβλος γιὰ ἡμιόνους), φωτάναμα, νοσοκομεῖο (17ου αἰῶνος), κινστέρνα (δεξαμενὴ νεροῦ), πύργος τοῦ Ἀνδρούτσου. Ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς πύργους ποὺ εἶχε ἡ Μονή, σώζεται μόνο ὁ τετραόροφος τετράγωνος. Τὴν σημερινή του μορφὴ πῆρε τὸ 1860 καὶ τὸ 1877 τοποθετήθηκε καὶ ὡρολόγιο.
Στὸ κέντρο τοῦ συγκροτήματος δεσπόζουν οἱ μεγαλοπρεπεῖς καὶ ἐντυπωσιακοὶ ναοί: ἀριστερὰ τῆς Παναγίας, δεξιὰ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ποὺ συνδέονται μεταξύ τους, ἀφοῦ ὁ νότιος τοῖχος τοῦ νάρθηκος και τοῦ προστώου τοῦ πρώτου συμπλέκονται μὲ τὸ ἀνατολικὸ μισὸ τοῦ βορείου τοίχου τοῦ δευτέρου ναοῦ.
Ὁ τῆς Παναγίας (ἀρχικὰ στὴν Ἁγία Βαρβάρα) ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖται τὸ 946, μὲ τὴν χορηγία τοῦ Κρηνίτου. Ὁλοκληρώθηκε δύο χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, δηλαδὴ τὸ 955. Εἶναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδὴς μὲ τροῦλλο. Τὸ Ἱερὸ ἐσωτερικὰ σχηματίζει τρεῖς ἡμικυκλικὲς κόγχες, ἀλλὰ ἐξωτερικὰ εἶναι ἡμιεξάγωνες. Ἔχει νάρθηκα εὐρύχωρο, στὸν ὁποῖο προστέθηκε μεταγενέστερα καὶ προστῶο. Χρειάστηκε νὰ γίνουν στερεωτικὲς ἐργασίες τὸ 1848 γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ζημιῶν ἀπὸ τὸν σεισμὸ τοῦ 1790. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ τοιχοδομία στὸ ἐσωτερικὸ καὶ σώζονται λίγα δείγματα τοιχογραφιῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνάγεται ὅτι ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμός του χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο ἤ 12ο αἰώνα, ἐνῷ ὁ πρῶτος διάκοσμος ἀνατρέχει πρὸ τοῦ 1011, ὁπότε ἀνοικοδομήθηκε ὁ ναὸς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ. Τὸ μαμαροστρωμένο δάπεδο εἶναι ἐξαιρετικῆς τέχνης, ὅπως καὶ τὸ μαρμάρινο τέμπλο του. Διαφορετικὰ ὡς πρὸς τὸν τύπο τους τὰ κιονόκρανα καὶ μὲ αἰσθητικὴ λεπτότητα τὰ γλυπτὰ τοῦ ναοῦ. Ἐξωτερικῶς παρουσιάζει ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα δείγματα ἀρχιτεκτονικῆς καὶ διακοσμητικῆς τῆς βυζαντινῆς περιόδου. Τὸ ἐπιμελέστατο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομῆς μὲ τὸ θερμὸ χρῶμα τῶν πωρολίθων, τὰ μονόλοβα, δίλοβα καὶ τρίλοβα τοξωτὰ ἀνοίγματα σὲ διάφορα ἐπίπεδα, τὰ παιχνίδια τῶν μονοκλινῶν καὶ δικλινῶν στεγῶν, ὁ κομψὸς τροῦλλος καὶ ὁ πλούσιος κεραμοπλαστικὸς διάκοσμος μὲ τὶς ἐπάλληλες συνεχεῖς ὀδοντωτὲς ταινίες καὶ τὰ πολυποίκιλα κουφικὰ θέματα δικαιολογοῦν τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας ὡς τοῦ κομψοτέρου καὶ τελειοτέρου μνημείου τῶν μέσων τοῦ 10ου αἰῶνος, τὸ ὁποῖο συνετέλεσε, ὥστε τὰ προβλήματα τέχνης τοῦ αἰῶνος τούτου νὰ κρίνονται μὲ ἄλλο πνεῦμα· ἔγραψε ὁ Παῦλος Λαζαρίδης.
Μισὸ αἰώνα περίπου μετὰ τὸν ναὸ τῆς Παναγίας, χρειάσθηκε νὰ ἀνεργεθεῖ καὶ ὁ δεύτερος μεγαλύτερος, ὁ ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο ἱδρυτή (1011). Ἐπὶ χίλια τώρα ἔτη δὲν ἐπαυσε ὁ ναὸς αὐτὸς νὰ προκαλεῖ κατάπληξη καὶ αἰσθήματα θαυμασμοῦ μὲ τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὸν πλουσιώτατο καὶ τέλειο ἐσωτερικό του διάκοσμο (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες). Γεγονὸς ποὺ γεννᾶ τὴν πεποίθηση ὅτι ἀνοικοδομήθηκε μὲ γενναῖες βασιλικὲς καὶ ἡγεμονικὲς χορηγίες. Εἶναι ὀκταγωνικοῦ τύπου, μὲ τεράστιο τροῦλλο, διαμέτρου 8,98 μέτρων, ὕψους 5,22 καὶ στηρίζεται σὲ τύμπανο μὲ 16 πλευρές, καὶ ἰσάριθμα παράθυρα. Χωρὶς ἐσωτερικοὺς κίονες -ἀφοῦ τὸ βάρος τοῦ τρούλλου πέφτει στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους καὶ τὰ παρεκκλήσια- ἀφήνει στὸ ἐσωτερικό του μεγάλο ἐλεύθερο χῶρο, ἐνῶ καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ναοῦ, παρὰ τὸν τεράστιο ὄγκο τοῦ κτίσματος, δημιουργεῖ εὐχάριστη ἐντύπωση… Τὸ σχέδιο τοῦ ναοῦ, ἡ σοφὴ ἀρχιτεκτονικὴ διάταξη τῶν μερῶν του, οἱ ὑψηλὲς ἀναλογίες, ἡ ἁρμονικὴ σύνθεση τῶν ὄγκων καὶ ἡ καλλιτεχνικὴ ἐκτέλεση καὶ τῶν μικροτέρων τμημάτων δίδουν στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ἐλαφρότητα καὶ χάρη καὶ τὴν καθιστοῦν τὸ τελειότερο παράδειγμα τοῦ ὀκταγωνικοῦ τύπου, τὸ ὁποῖο ἐφαρμόστηκε ἀργότερα καὶ σὲ ἄλλους ναούς. (Π. Λαζαρίδης).
Ἀλλὰ ἀνυπέρβλητος εἶναι καὶ ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμος τοῦ ναοῦ. Μὲ ψηφιδωτὰ στὰ ψηλότερα σημεῖα τῶν τοίχων, τῶν καμαρῶν, τῶν σταυρολιθίων, τῶν ἀψίδων, τῶν τυμπάνων τῶν παραθύρων, ἄλλων σημείων τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ νάρθηκος. Μὲ τοιχογραφίες στὸν τροῦλλο καὶ τὰ παρεκκλήσια. Ὅλα καὶ ὅλες ἐνταγμένες στὶς βασικὲς ἀρχὲς τοῦ ζωγραφικοῦ διάκοσμου, ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὶς εἰκονομαχικὲς ἔριδες: Ὁ Παντοκράτωρ στὸν τροῦλλο μὲ τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις γύρω του, τὴν Παναγία, τὸν Πρόδρομο, τοὺς 16 Προφῆτες, καὶ στὰ χαμηλότερα σημεῖα Ἅγιοι, Μάρτυρες, Ὅσιοι, μὲ ἐλάχιστες σκηνὲς ἀπὸ εὐαγγελικὲς ἀφηγήσεις (μόνον Νιπτήρ, Σταύρωσις, Ἀνάστασις, Ψηλάφησις στὸν Νάρθηκα· καὶ μόνον Εὐαγγελισμός, Γέννησις, Ὑπαπαντή, Βάπτισις καὶ Πεντηκοστὴ στὸν Ναό). Ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς παραστάσεις αὐτὲς ἔχουν προσλάβει τὴν πλήρη διαμόρφωσή τους. Οἱ ἑπόμενοι ἁγιογράφοι στηρίζονται βασικὰ στὴν τεχνοτροπία αὐτή.
Ὁ τεράστιος τροῦλλος ἀρχικὰ ἦταν διακοσμημένος μὲ ψηφιδωτά (Παντοκράτωρ, Ἄγγελοι, Προφήτες), τὰ ὁποῖα κατέπεσαν ἐξαιτίας τοῦ σεισμοῦ τοῦ 1593. Ζωγραφήθηκε λίγα χρόνια ἀργότερα. Ὁ Παντοκράτωρ, λόγω τῆς δουλείας τοῦ γένους, δὲν ἔχει αὐστηρὴ ἔκφραση, ἀλλὰ μειλίχια, παρηγορητική, ἀνθρώπινη. Κατάγραφα καὶ τὰ παρεκκλήσια μὲ ὡραιότατες παραστάσεις, Ἁγίους σὲ στηθάρια ἤ ὁλόσωμους κλπ. Καὶ ὁ ψηφιδωτὸς ἤ τοιχογραφικὸς διάκοσμος συμπληρώνεται ἀπὸ τὰ ὡραῖα σχέδια τῶν μαρμαροθετημένων δαπέδων, ὅπως στὴν νότια καὶ βόρεια εἴσοδο καὶ στὸ Ἱερό, τοὺς κοσμῆτες στὴν ἀναδρομία ποὺ χωρίζουν τὴν ὀρθομαρμάρωση ἀπὸ τὰ ψηφιδωτὰ καὶ τὸν τροῦλλο, καθὼς καὶ τὰ μικρὰ κιονόκρανα στὰ δίλοβα καὶ τρίλοβα ἀνοίγματα. Τὸ μαρμαρόγλυπτο τέμπλο μὲ θαυμάσιο διάκοσμο καὶ τέσσερις φορητὲς εἰκόνες τοῦ κρητικοῦ ζωγράφου Μιχαὴλ Δαμασκηνοῦ (μετὰ τὸ 1571).
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ κρύπτη-ναὸς τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὸν κάτω ὄροφο-ὑπόγειο τοῦ μεγάλου ναοῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ καὶ ταφικὸ παρεκκλήσιο. Εἶναι διαστάσεων 16,70 ἐπὶ 8,50 μέτρα. Διασώζονται οἱ ἀξιόλογες τοιχογραφίες του.
Η ιστορία της μονής
Ἡ Μονή, μὲ τὴν χιλιόχρονη ἱστορία της, γνώρισε ὅλες τὶς περιπέτειες καὶ τὶς συμφορὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὰ χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας ἐδιώχθησαν οἱ μοναχοί (1214-1224), καὶ παραχωρήθηκε ὁ Ὅσιος Λουκᾶς, στοὺς λατίνους παπάδες τοῦ Παναγίου Τάφου, ποὺ σύλησαν τὰ πάντα καὶ ἀφήρεσαν καὶ τὰ λείψανα τοῦ ἱδρυτοῦ. Στὴν Τουρκοκρατία ἀπετέλεσε τὸ ἀποκούμπι τῶν περιχωριτῶν χριστιανῶν, τὸ στρατόπεδο τοῦ Ἀνδρίτσου (πατέρα τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου) μετὰ τὰ ὀρλωφικά. Ὁ Σαλώνων Ἡσαΐας ἐδῶ εὐλόγησε τὰ ὅπλα τοῦ ἐθνικοῦ Ἀγῶνος, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ μοναχοί του, χειρίστηκαν τὸ καριοφύλλι καλύτερα ἀπὸ τὸ θυμιατό, καὶ ἀναδείχθηκαν διαλεκτοὶ πολεμιστές, καὶ καπετάνιοι (Θύμιος Δάλκας), τὸ δε Μοναστήρι ἦταν τὸ κέντρο δράσεως τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου. Διέθεσε τὴν τεράστια περιουσία του γιὰ τὸν Ἀγώνα, ἐνισχύοντας ὅλους τοὺς καπεταναίους τῆς ἀνατολικῆς Στερεᾶς. «Ἀπερίγραπτοί εἰσιν αἱ θυσίαι αἵματος, χρημάτων καὶ τροφῶν, ἃς ἡ Μονὴ ἐποίησε κατὰ τὴν Ἐπανάστασιν, οὗ ἕνεκα αὐτή τε καὶ οἱ μοναχοὶ αὐτῆς ἐπτώχευσαν» (Γ. Κρέμος).
Ἀκολούθησε ἡ παρακμὴ μετὰ τὶς τόσες θυσίες. Λιγόστεψαν οἱ μοναχοί, ἄρχισαν οἱ φθορὲς στὰ κτίσματα, ποὺ ἐπισκευάσθηκαν κάπως ἐπὶ Γεωργίου Α´ (1863-1879). Βομβαρδίστηκαν τὸ 1943 ἀπὸ γερμανικὰ στούκας, γιατὶ κρύβονταν σὲ αὐτὴν ἀντάρτες, χωρὶς εὐτυχῶς νὰ ὑποστοῦν σοβαρὴ ζημία οἱ ναοί, πλὴν τῆς τράπεζας ποὺ σωριάστηκε σὲ ἐρείπια. Οἱ ἀναστηλωτικὲς ἐργασίες ποὺ ἔγιναν μετὰ τὸ 1938 με τὴν ἐπίβλεψη τοῦ διευθυντοῦ τῆς διευθύνσεως ἀναστηλώσεως ἀρχαίων καὶ ἱστορικῶν μνημείων τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Εὐστρατίου Γ. Στίκα, τοῦ Ἀναστασίου Ὀρλάνδου καὶ παλαιότερα τοῦ Γ. Σωτηρίου, ἀποκατέστησαν τὸ βυζαντινὸ αὐτὸ μνημεῖο. Τὸ 1950 χαρακτηρίστηκε ἀρχαιολογικὸς χῶρος, ἀλλὰ ἀργότερα δόθηκε ἐκ νέου ὁ ναὸς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ σὲ λειτουργικὴ χρήση, ἐπανδρώθηκε ἡ Μονή, καὶ ἄρχισε νέα περίοδος τῆς μακρᾶς ἱστορίας της. Τὸ 1996 διοργανώθηκαν διάφορες λαμπρὲς ἐκδηλώσεις γιὰ νὰ τιμηθοῦν τὰ 1050 χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της.