Ο σημαντικότερος όμως αρχαιολογικός χώρος είναι το μαντικό ιερό του Τροφωνίου, το οποίο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε στην αριστερή όχθη της Έρκυνας, στο όρος του Αϊ – Λια. Το ιερό αυτό άλσος, το οποίο περιγράφει αναλυτικότερα ο Παυσανίας, λειτουργούσε μέχρι την κατάργηση των παγανιστικών τελετουργιών από τον Θεοδόσιο Α΄. Μέσα στο άλσος, εκτός από το ιερό του Τροφωνίου, υπήρχαν χώροι ή κτίσματα αφιερωμένα στη λατρεία της Αγαθής Τύχης, του Αγαθού Δαίμονος, της Αρτέμιδος, του Ερμή, του Διονύσου και θεοτήτων του τοκετού. Υπήρχαν επίσης ο τάφος του Αρκεσίλαου, ιερά του Απόλλωνα και της Δήμητρας, καθώς και ημίεργος ναός του Διός Βασιλέως, προς τιμήν του οποίου τελούνταν κατά τον μήνα Πάναμο τα Βασίλεια, γιορτή με αγώνες και πομπές κανηφόρων που καθιερώθηκε το 371 π.Χ. σε ανάμνηση της νίκης των Βοιωτών στα Λεύκτρα.
Βυζαντινή περίοδος
Κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου η πόλη της Λιβαδειάς δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Παρακολούθησε τις τύχες του Ανατολικού Ιλλυρικού, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τόσο στις πολιτικές όσο και στις εκκλησιαστικές μεταβολές, μέχρι την τελική εκκλησιαστική υπαγωγή του στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η αγροτική οικονομία της πόλης αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, και κατά τη μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα.
Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση με την εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων εντάχθηκε στο θέμα της Ελλάδος και από τον 9ο αιώνα γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη μέσα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής προόδου των θεμάτων του ελλαδικού χώρου.
Η οικονομική ακμή της πόλης των Θηβών ευνόησε την ακμή και της Λιβαδειάς μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, αλλά οι ληστρικές επιδρομές των Νορμανδών αποδυνάμωσαν την καλλιέργεια και τη βιομηχανία μέταξας στην ευρύτερη περιοχή και περιόρισαν την εμπορική κίνηση.
Φραγκοκρατία
Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών» Όθωνα Δελαρός και, έναν αιώνα αργότερα, μετά την ήττα των Φράγκων από τους Καταλανούς στη μάχη του Κηφισού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων.
Η καταλανική κυριαρχία συνεχίστηκε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου ως τον Μάιο του 1388, οπότε η περιοχή του δουκάτου των Αθηνών περιήλθε στον Νέριο Ατζαγιόλι, μέλος φλωρεντινού τραπεζικού οίκου.
Οθωμανική περίοδος
Δύο χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή (1458), η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε καζά, που υπαγόταν ως το 1470 στο σαντζάκι Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκι Ευρίπου.
Τον 16ο αιώνα η Λιβαδειά ήταν χάσι Οθωμανών αξιωματούχων και από την Τρίτη ή τέταρτη δεκαετία του 17ου υπήρξε βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Τον 18ο αιώνα η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί-Τζαμί του Σκούταρι, που το είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄.
Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί η Λιβαδειά από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια του Τουρκοβενετικού πολέμου του 1684-1699 και συγκεκριμένα το 1694 και το 1695, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας: μετά την αφιέρωση των προσόδων στο Γενί-Τζαμί χορηγήθηκαν στους κατοίκους προνόμια, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Ο βοεβόδας δεν μπορούσε να λάβει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεση των κοτζαμπάσηδων. Δέκα περίπου οικογένειες αποτελούσαν την αριστοκρατία της γης και της πόλης, που τη σύμπνοιά τους δεν μπόρεσε να διασπάσει ο Αλή πασάς, παρά την πίεση που ασκούσε στον καζά της Λιβαδειάς. Έτσι η πόλη, που στα τέλη του 18ου αιώνα χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη της Βοιωτίας», καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο Πελοποννήσου-Μακεδονίας, είχε «αξιόλογη πραγματεία εις μαλλιά, σιτάρι, ρύζι, τα οποία χορηγεί εις άλλα μέρη της Ελλάδος και ξένων τόπων».
Παρά το γεγονός ότι το ρεύμα της μετανάστευσης υπήρξε περιορισμένο, από τη Λιβαδειά προήλθαν άνδρες που διακρίθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και της κεντρικής Ευρώπης. Εκτός από τον Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λιβαδειά και την περιοχή της κατάγονταν κληρικοί, λόγιοι και έμποροι της διασποράς.
Σύγχρονη περίοδος
Στις παραμονές της Επανάστασης, η Γκιαούρ Λιβαδειά, όπως την ονόμαζαν οι Τούρκοι για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της, είχε 10.000 Έλληνες κατοίκους, που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Το 1820 η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της. Ο Αθανάσιος Διάκος, που είχε αναλάβει την αρχηγία των όπλων της Λιβαδειάς, σε συνεργασία με τον σύντροφό του Βασίλη Μπούσγο και με τους προκρίτους Ιωάννη Λογοθέτη, Ιωάννη Φίλωνα και Λάμπρο Νάκο, προετοίμασαν την εξέγερση.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου (Αταλάντης) και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο, και στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Κατά τις επιχειρήσεις του 1828 στην Ανατολική Στερεά με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό, και στις 5 Νοεμβρίου 1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει τις 8 Φεβρουαρίου 1829, για να αποφύγει την κύκλωση. Αμέσως η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν, άρχισε η λειτουργία σχολείου με τη φροντίδα του Καποδίστρια, και το 1841 η πόλη ήταν ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοελληνικού κράτους.
Οικονομία
Είναι παλιό αγροτικό κέντρο μιας εύφορης περιοχής, που παράγει βαμβάκι, καπνό, σιτηρά, κτηνοτροφικά κ.α. προϊόντα. Σήμερα έχει αξιόλογη βιομηχανία μεταλλικών κατασκευών, οικοδομικών υλικών, κτηνοτροφικών, καθώς και εκκοκκιστήρια βαμβακιού, νηματουργεία, κλωστήρια, υφαντουργεία, σπορελαιουργεία κ.α. Σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει επίσης η βιοτεχνία υφαντών και ειδών λαϊκής τέχνης. Η Λιβαδειά είναι οδικός κόμβος, ιδιαίτερα για τις συγκοινωνίες με την ορεινή Παρνασσίδα (Δελφούς, Όσιο Λουκά, Δίστομο, Δεσφίνα), με αξιόλογη εκδρομική και τουριστική κίνηση.
Στην περιοχή του Κάστρου Κωπαΐδας υπάρχει το αεραθλητικό πεδίο της Κωπαΐδας, το οποίο αποτελεί πόλο έλξης αεραθλητών από όλη την Αττική. Λειτουργεί από το 1988 υπό τη διεύθυνση του Γ. Παπαδόπουλου. Από το 2007 στο πεδίο λειτουργεί σχολή εκπαίδευσης πιλότων υπερελαφρών αεροσκαφών, στην οποία διδάσκει ο Ι. Καργαδούρης.
Αξιοθέατα
- Παλιός νερόμυλος στον ποταμό Έρκυνα
- Η γραφική τοποθεσία Κρύα με πανέμορφα δέντρα και νερά
- Το πέτρινο θέατρο της Κρύας
- οι αρχαίες πηγές της Λήθης και της Μνημοσύνης, στον ποταμό Έρκυνα, από τις οποίες υδρεύεται και σήμερα η πόλη
- Τα ερείπια του μαντείου του Τροφωνίου, το βυζαντινό κάστρο, που επεκτάθηκε από τους Φράγκους και τους Καταλανούς
- Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που είναι κτισμένο κοντά στα ερείπια ναού του Διός Βασιλέως
- Το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ στη σπηλιά της Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στο εκκλησάκι του Αϊ-Μηνά
- Η μονή Λυκουρέση, της οποίας η σκεπή (ήταν φτιαγμένη από μόλυβδο) χρησιμοποιήθηκε κατά τη περίοδο της τουρκοκρατίας για τη κατασκευή φυσιγγίων.
- Ο οικισμός του Πέρα Χωριού με την υπέροχη θέα (οι κάτοικοι της Λιβαδειάς το ονομάζουν και μικρό Παρίσι για την ομορφιά του).
Εκδηλώσεις
Κάθε Σεπτέμβριο διοργανώνονται από το Δήμο Λεβαδείας τα «Τροφώνια», πολιτιστικές εκδηλώσεις με θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, «happenings» κ.ά. Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του εορτασμού του χαρακτηριστικού Ρουμελιώτικου Πάσχα, η πόλη στολίζεται πανηγυρικά. Ψήνονται αρνιά, κοκορέτσια και σπληνάντερα, παλαιότερα στην κεντρική πλατεία και τους δρόμους, ενώ σήμερα στο χώρο της Κρύας, όπου οι ντόπιοι και οι επισκέπτες κερνιούνται άφθονο φαγητό και κρασί. Το γλέντι ολοκληρώνεται με δημοτική μουσική και χορούς.
ΦΩΤΟΘΗΚΗ
Σημεία Αναφοράς
Το Φαράγγι
Σε μια από τις απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές του βρίσκεται το εκκλησάκι της Ιερουσαλήμ, στο οποίο οδηγούν 700 πέτρινα σκαλοπάτια. Όλα αυτά τα σκαλοπάτια ανακατασκευάστηκαν γιατί με τα χρόνια είχαν υποστεί πολλές φθορές και η ανάβασή τους ήταν δυσχερείς και επικίνδυνη.Στο χείμαρρο δημιουργήθηκε μια μικρή τεχνητή λίμνη, που λειτουργεί ως ταμιευτήρας νερού στις περιόδους ξηρασίας, με ανακυκλοφορία των νερών από τις πηγές.
Μικρές διαμορφώσεις βελτίωσαν την εμφάνιση κατά μήκος του πέτρινου δρόμου, που επιτρέπει τον περίπατο σε μήκος 500 μέτρων μέσα στο φαράγγι και την πρόσβαση στο εξαιρετικό ανοιχτό πέτρινο θέατρο δυναμικότητας περίπου 1500 θεατών.
Ο λιθόστρωτος δρόμος καταλήγει σε ένα πλάτωμα, πέρα από το οποίο ο περίπατος, μπορεί να συνεχιστεί με ένα σχετικά δύσβατο μονοπάτι, που οδηγεί στο Τρίχινο Γεφύρι.Στο φαράγγι έχει δημιουργηθεί αναρριχητικό πάρκο με 15 μέχρι σήμερα εξοπλισμένες διαδρομές, διανοιγμένες κατά μήκος του λιθόστρωτου δρόμου.
Το Κάστρο
Βρίσκεται πάνω στον λόφο του προφήτη Ηλία, 150 μέτρα πάνω από την πόλη της Λιβαδειάς. Στις 15 Μαρτίου του 1311, στη μάχη της Κωπαίδος , οι Καταλανοί νικητές των Φράγκων έγιναν ταυτόχρονα και κυρίαρχοι της περιοχής. Οι Καταλανοί θεωρούνται τελικά και οι χτίστες του Κάστρου.Το Κάστρο μαζί με το βυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας που βρίσκεται μέσα σε αυτό- είχε για τους Καταλανούς και άλλη ξεχωριστή σημασία. Φυλαγόταν εδώ η Ιερή Κάρα του Αγίου Γεωργίου, «κεφαλή, προστάτις κα μεσίτρια» των βασιλιάδων του Αραγωνικού Οίκου.
Στα 1830 στο Κάστρο, οι Καταλανοί, αντιστέκονται πεισματικά στις επιθέσεις των Ναβαρραίων, μα τελικά υποκύπτουν προδομένοι από έναν Έλληνα του Δυρραχίου.
Το 1460 το κάστρο και μαζί η Λιβαδειά περιέρχονται στην κυριαρχία του Μωάμεθ του Βʼ.Τα γεγονότα του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, οι ηρωισμοί και οι αυτοθυσίες του Διάκου, του Μπούσγου, του Λογοθέτη, και του Μπουγιουκλή, το σκέπασαν με δόξα άφθαρτη. Τρίτο στη σειρά, μετά την Καλαμάτα και τα Σάλωνα, ύψωσε στον ψηλότερο πύργο του τη σημαία της «λευτεριάς» και φυσικά της Λιβαδειάς.
Ξεκίνησε να χτίζεται από τους Φράγκους και ολοκληρώθηκε από τους Καταλανούς τον 14ο αιώνα. Είναι ένα από τα τέσσερα που σώζονται στην Ελλάδα.
Οι παλαιότερες οικοδομικές φάσεις του Μεσαιωνικού Κάστρου της Λιβαδειάς ανάγονται, πιθανότατα, την νεότερη Αρχαιότητα ή στον πρώιμο Μεσαίωνα. Ολοκληρώθηκε από τους Καταλανούς που κατέλαβαν την Λιβαδειά από το 1311 μ.Χ. και έδωσαν ιδιαίτερα προνόμια στην πόλη. Το Κάστρο απετέλεσε σημαντικότατο ορμητήριο και προμαχώνα των Καταλανών. Τον εξωτερικό περίβολο του Κάστρου, περιζώνει ένας απότομος βραχώδεις λόφος, που από τη μία πλευρά καταλήγει στο φαράγγι. Στον ψηλότερο από τους πύργους του Κάστρου ύψωσε η Λιβαδειά την σημαία της επανάστασης το 1821, τρίτη στην σειρά μετά τη Καλαμάτα και τα Σάλωνα. Από εδώ στις 26 Ιουνίου 1821, οι πολιορκημένοι από τους Τούρκους Λιβαδείτες, έκαναν έξοδο και διέφυγαν μαζί με τους άμαχους προς το βουνό, αφήνοντας πίσω τους 60 νεκρούς.
Έχοντας δεχθεί ελάχιστες παρεμβάσεις συντήρησης, οι οχυρώσεις της βορειοανατολικής γωνίας του Κάστρου είχαν υποστεί σημαντικές φθορές. Ο πύργος, που υψώνεται πάνω από την Κρύα, είχε εν μέρει καταστραφεί, ενώ τμήματα των τοίχων του ήταν ετοιμόρροπα. Επί πλέον δεν υπήρχε τρόπος επίσκεψης του.
Σήμερα, κατά τη διάρκεια εργασιών ο Πύργος στερεώθηκε και αποκαταστήθηκαν ορισμένα από τα αρχικά του στοιχεία με τρόπο ώστε οι νέες κατασκευές να διακρίνονται από τις παλιές. Οι ανασκαφικές εργασίες αποκάλυψαν πηγή νερού, που χρησίμευε για τον εφοδιασμό των πολιορκημένων και βρίσκεται κατώτατη στάθμη του Πύργου. Στο εσωτερικό του Πύργου, ανακατασκευάστηκαν τα ξύλινα πατώματα, τοποθετήθηκαν ξύλινες σκάλες και χρησιμοποιείται σήμερα ως εκθεσιακός χώρος που αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα. Από τον Πύργο έχει κανείς μία πανοραμική άποψη της περιοχής και της Λιβαδειάς. Όλες οι εργασίες στο Κάστρο έγιναν με μελέτη εγκεκριμένη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Έξω από τη βορειοανατολική πύλη του Κάστρου κατασκευάστηκαν λιθόστρωτα μονοπάτια που διευκολύνουν στην πρόσβαση και έγινε διαμόρφωση του γύρω χώρου. Μπορεί κανείς ξεκινώντας από εκεί και περπατώντας ανάμεσα στα πεύκα και στα μισογκρεμισμένα καταλανικά τείχη, να φτάσει μέχρι την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, από όπου έχει μια εντυπωσιακή θέα προς το φαράγγι.
Ο Μύλος
Κτισμένος στις αρχές του αιώνα, αξιοποίησε το νερό της Έρκυνας ως κινητήρια δύναμη. Τις τελευταίες δεκαετίες είχε πλήρως εγκαταλειφθεί και παρουσίαζε εκτεταμένες καταστροφές και αλλοιώσεις, λόγω παρεμβάσεων με πρόχειρα οικοδομικά υλικά. Επιπλέον, υπήρχαν κίνδυνοι τόσο για τους περαστικούς όσο για τα παιδιά και τα άτομα μειωμένης ευθύνης, αφού οι χώροι του ήταν αφύλακτοι και προσπελάσιμοι.
Κατά την διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης ανακατασκευάστηκε το πέτρινο αυλάκι που οδηγούσε το νερό στο Μύλο, διατηρήθηκαν τα παλιά θυροφράγματα (κλειδιά υδροδότησης ) αποκαταστάθηκε η παλιά μεγάλη φτερωτή και «μεταφέρθηκε» ένας μικρός καταρράκτης, ώστε να δημιουργηθεί υπαίθριος χώρος. Στο εσωτερικό του Μύλου διαμορφώθηκαν δύο χώροι: ο ένας λειτουργεί ως Συνεδριακό Κέντρο δυναμικότητας 130 ατόμων και ο δεύτερος ως Εστιατόριο. Στο ισόγειο του Μύλου διαμορφώθηκε και λειτουργεί ως Εκθεσιακός Χώρος.